- ξέχωρος
- -η, -οξεχωριστός, ιδιαίτερος.επίρρ...ξέχωρα1. χωριστά, ξεχωριστά2. εκτός, παρεκτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέ-χωρος < αρχ. ἐκχωρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέχωρος — η, ο επίρρ. α βλ. ξεχωριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακριτός — (I) διακριτός, ον (Α) [διακρίνω] ξέχωρος, εκλεκτός. (II) ή, ό ευδιάκριτος, αισθητός, αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek